λαγόνων

λαγόνων
λαγών
the hollow on each side below the ribs
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ampelomixia — (griech. ἀμπελομιξία; aus ἄμπελος, ámpelos, „Weinrebe“ und μείγνυμι, meígnymi, „vereinigen“) ist ein spätgriechischer Begriff, der satirisch den Geschlechtsverkehr mit Weinreben bezeichnet. Er tritt erstmals im 2. Jahrhundert n. Chr. beim… …   Deutsch Wikipedia

  • Преображение Господне — Статья  о церковном праздновании. О народной обрядности см. статью Яблочный Спас Преображение Господне Преображение Господне (Икона …   Википедия

  • εξελαύνω — ἐξελαύνω (AM) [ελαύνω] 1. διώχνω βίαια («ἐξελῶ σ ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας», Αριστοφ.) 2. κατευθύνω (άλογα, άρμα κ.λπ.) ορμητικά προς τα μπρος αρχ. 1. βγάζω έξω για βοσκή («δειπνήσας δ ἄντρου ἐξήλασε πίονα μῆλα», Ομ. Οδ.) 2. (για άλογα και… …   Dictionary of Greek

  • κενόπρησις — κενόπρησις, ἡ (Α) ασθένεια τών αλόγων που σύμπτωμά της είναι το πρήξιμο τών λαγόνων («ὅταν ὁ ἵππος ἦ κατακρατούμένος ὑπὸ ξηρᾱς τροφῆς, ἥτις αὐτὸν καταβλάπτει καὶ δύσπνοιαν ποιεῑ καὶ πίμπρησι τὰς λαγόνας», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + πρῆσις …   Dictionary of Greek

  • λαγόνα — και λαγών, η (Α λαγών, όνος, ἡ και ὁ) συν. στον πληθ. οι λαγόνες τα πλάγια μέρη τής λεκάνης τού ανθρώπου και ορισμένων ζώων, αλλ. ψαχνά, μαλακά, λαπάρα, λαγόνια («ἔχων δὲ τοι... καὶ χέρας λαγόνας τε και θώρακ ἄριστον», Αριστοφ.) αρχ. 1. μήτρα 2.… …   Dictionary of Greek

  • οσφύς — (ΑΜ ὀσφύς, ύος, Α και ὀσφῡς) 1. η οπίσθια χώρα τών κοιλιακών τοιχωμάτων δεξιά και αριστερά τής σπονδυλικής στήλης κάτω από το σύστοιχο ημιθωράκιο και πάνω από τη λαγόνια ακρολοφία, η μέση («τῶν δ ὄπισθεν διάζωμα μὲν ή ὀσφύς ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔχει» …   Dictionary of Greek

  • μέση — η 1. το μέσο κάθε πράγματος: Έκοψα το ψωμί στη μέση. 2. μέρος του ανθρώπινου σώματος μεταξύ λαγόνων και θώρακα: Στη μέση φορούσε μια εντυπωσιακή ζώνη. 3. το μέσο μιας χρονικής διάρκειας: Παράτησε το σχολείο στη μέση της χρονιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”